- ἐτυμολογικῶς
- ἐτυμολογικόςbelonging toadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετυμολογικός — ή, ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, ή, όν) [ετυμολόγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη») 2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό το μέρος τής… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
έροτις — ἔροτις, ἡ (Α) εορτή, πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος* και εορτή*] … Dictionary of Greek
έτυμος — η, ο (Α ἔτυμος, ον και ἔτυμος, ύμη, ον) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν) η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα αρχ. αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» αληθινή διήγηση, Στησίχ.) επίρρ... ἐτύμως… … Dictionary of Greek
ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… … Dictionary of Greek
βουβώνας — ο και βουβώνα, η (AM βουβών) συνήθως στον πληθ. το μέρος του σώματος ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα των μηρών και στα γεννητικά όργανα, η κοιλότητα ανάμεσα στην κοιλιά και στους μηρούς (αρχ. μσν.) πρήξιμο στη βουβωνική χώρα μσν. πανούκλα αρχ. το… … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 … Dictionary of Greek
δειρή — και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α) 1. λαιμός, τράχηλος 2. περιδέραιο 3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα 4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» τα στολίδια, τα κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ … Dictionary of Greek